Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


biotìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bioˈtina]

βιοτίνη (βιταμίνη οικογένειας Β)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bioterapia biotipo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

biosfera (θηλ.ουσ)
biosintesi (θηλ.ουσ)
biossido (ουσ αρσ )
biotecnologia (θηλ.ουσ)
bioterapia (θηλ.ουσ)
biotina (θηλ.ουσ)
biotipo (ουσ αρσ )
biotite (θηλ.ουσ)
biotopo (ουσ αρσ )
bipala (επίθ.)
bipartire (ρ. μτβ.)
bipartirsi (ρ. μ. αμτβ.)
bipartitico (επίθ.)
bipartitismo (ουσ αρσ )
bipartizione (θηλ.ουσ)
bipede (ουσ αρσ )
bipenne (θηλ. επίθ και ουσ)
biplano (ουσ αρσ )
bipolare (επίθ.)
bipolarità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---