Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbipartìre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [biparˈtire] 1 χωρίζω στα δύο 2 διχοτομώ 3 διακλαδώνω bipartìrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [biparˈtirsi] 1 διχοτομούμαι 2 διακλαδώνομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |