Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


birbaccióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [birbatˈʧone]

1 μπερμπαντάκος
2 κατεργαράκος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  birba birbantaggine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bipolare (επίθ.)
bipolarità (θηλ.ουσ)
bipolo (ουσ αρσ )
biposto (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
birba (θηλ.ουσ)
birbaccione (ουσ αρσ )
birbantaggine (θηλ.ουσ)
birbante (ουσ αρσ και θηλ.)
birbanteggiare (ρ.αμτβ.)
birbanteria (θηλ.ουσ)
birbantesco (επίθ.)
birbonaggine (θηλ.ουσ)
birbonata (θηλ.ουσ)
birbone (αρσ. επίθ και ουσ)
birboneggiare (ρ.αμτβ.)
birboneria (θηλ.ουσ)
birbonesco (επίθ.)
bireattore (επίθ.)
bireme (θηλ.ουσ)
biribissi (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---