Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbirbóne
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [birˈbone] 1 άτιμος 2 κατεργάρικος 3 φοβερός 4 τρομερός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |