Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbirifrangènza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,birifranˈʤɛntsa] 1 ανάκλαση δέσμης σε δύο δέσμες 2 διπλή ανάκλαση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |