Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bìrra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbirra]

η μπίρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  biroccio birraio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


birra [θηλ.] alla spina = η μπύρα βαρελίσια || birra [θηλ.] chiara = η ξανθή || birra [θηλ.] scura = η μαύρη


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

birignao (ουσ αρσ )
birillo (ουσ αρσ )
biro (θηλ.ουσ)
birocciaio (ουσ αρσ )
biroccio (ουσ αρσ )
birra (θηλ.ουσ)
birraio (ουσ αρσ )
birreria (θηλ.ουσ)
birro (ουσ αρσ )
bis (αρσ. επίθ και ουσ)
bis (επιφ.)
bisaccia (θηλ.ουσ)
bisante (ουσ αρσ )
bisantino (αρσ. επίθ και ουσ)
Bisanzio (κύρ.όν. θηλ.)
bisava (θηλ.ουσ)
bisavo (ουσ αρσ )
bisavola (θηλ.ουσ)
bisavolo (ουσ αρσ )
bisbetico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---