Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bisantìno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [bizanˈtino]

βυζαντινός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bisante Bisanzio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

birro (ουσ αρσ )
bis (αρσ. επίθ και ουσ)
bis (επιφ.)
bisaccia (θηλ.ουσ)
bisante (ουσ αρσ )
bisantino (αρσ. επίθ και ουσ)
Bisanzio (κύρ.όν. θηλ.)
bisava (θηλ.ουσ)
bisavo (ουσ αρσ )
bisavola (θηλ.ουσ)
bisavolo (ουσ αρσ )
bisbetico (αρσ. επίθ και ουσ)
bisbigliamento (ουσ αρσ )
bisbigliare (ρ. μτβ.)
bisbiglio (ουσ αρσ )
bisboccia (θηλ.ουσ)
bisbocciare (ρ.αμτβ.)
bisboccione (ουσ αρσ )
bisca (θηλ.ουσ)
biscaglina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---