Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbisbìglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bizˈbiʎʎo] 1 μουρμουρητό 2 ψιθυρισμός 3 σούσουρο 4 ψίθυρος 5 ψιθύρισμα 6 μουρμούρισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |