Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bischétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bisˈketto]

πάγκος του τσαγκάρη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  biscazziere biscia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bisca (θηλ.ουσ)
biscaglina (θηλ.ουσ)
biscaiolo (ουσ αρσ )
biscazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
biscazziere (ουσ αρσ )
bischetto (ουσ αρσ )
biscia (θηλ.ουσ)
biscottare (ρ. μτβ.)
biscotteria (θηλ.ουσ)
biscottificio (ουσ αρσ )
biscottino (ουσ αρσ )
biscotto (αρσ. επίθ και ουσ)
biscroma (θηλ.ουσ)
biscugina (θηλ.ουσ)
biscugino (ουσ αρσ )
bisdrucciolo (επίθ.)
bisecare (ρ. μτβ.)
bisecolare (επίθ.)
bisegolo (ουσ αρσ )
bisenso (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---