Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbiscotterìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [biskotteˈria] 1 μπισκότα 2 ποικιλία μπισκότων 3 εργοστάσιο μπισκότων 4 μαγαζί που πουλά μπισκότα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |