Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bisecolàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,bisekoˈlare]

ο της διακοσιοστής επετείου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bisecare bisegolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

biscroma (θηλ.ουσ)
biscugina (θηλ.ουσ)
biscugino (ουσ αρσ )
bisdrucciolo (επίθ.)
bisecare (ρ. μτβ.)
bisecolare (επίθ.)
bisegolo (ουσ αρσ )
bisenso (ουσ αρσ )
bisessuale (ουσ αρσ )
bisessuale (επίθ.)
bisessualità (θηλ.ουσ)
bisessuato (επίθ.)
bisestile (επίθ.)
bisesto (αρσ. επίθ και ουσ)
bisettimanale (επίθ.)
bisettrice (θηλ.ουσ)
bisezione (θηλ.ουσ)
bisillabo (επίθ.)
bislaccheria (θηλ.ουσ)
bislungo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---