Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbisestìle
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [bizesˈtile] δίσεκτος (-η, -ο) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαanno [αρσ.] bisestile = το δίσεκτο έτος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |