Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bisestìle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [bizesˈtile]

δίσεκτος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bisessuato bisesto  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


anno [αρσ.] bisestile = το δίσεκτο έτος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bisenso (ουσ αρσ )
bisessuale (ουσ αρσ )
bisessuale (επίθ.)
bisessualità (θηλ.ουσ)
bisessuato (επίθ.)
bisestile (επίθ.)
bisesto (αρσ. επίθ και ουσ)
bisettimanale (επίθ.)
bisettrice (θηλ.ουσ)
bisezione (θηλ.ουσ)
bisillabo (επίθ.)
bislaccheria (θηλ.ουσ)
bislungo (αρσ. επίθ και ουσ)
bismalva (θηλ.ουσ)
bismuto (ουσ αρσ )
bisnipote (ουσ αρσ και θηλ.)
bisnonna (θηλ.ουσ)
bisnonno (ουσ αρσ )
bisogna (θηλ.ουσ)
bisognare (ρ. απρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---