Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bisognàre  
ρήμα απρόσωπο

Προσφορά I.P.A.: [bizoɲˈɲare]

1 (avere necessità) είναι ανάγκη
2 (dover fare) πρέπει
3 (essere necessario) χρειάζεται


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bisogna bisognevole  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


bisogna che io vada = πρέπει να πάω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bismuto (ουσ αρσ )
bisnipote (ουσ αρσ και θηλ.)
bisnonna (θηλ.ουσ)
bisnonno (ουσ αρσ )
bisogna (θηλ.ουσ)
bisognare (ρ. απρ.)
bisognevole (ουσ αρσ )
bisognevole (επίθ.)
bisogno (ουσ αρσ )
bisognoso (ουσ αρσ )
bisognoso (επίθ.)
bisolfuro (ουσ αρσ )
bisonte (ουσ αρσ )
bissare (ρ. μτβ.)
bisso (ουσ αρσ )
bissona (θηλ.ουσ)
bistabile (επίθ.)
bistabilità (θηλ.ουσ)
bistecca (θηλ.ουσ)
bistecchiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---