Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bistecchièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bistekˈkjɛra]

ψησταριά για μπιφτέκια ή μπριζόλες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bistecca bisticciare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bisso (ουσ αρσ )
bissona (θηλ.ουσ)
bistabile (επίθ.)
bistabilità (θηλ.ουσ)
bistecca (θηλ.ουσ)
bistecchiera (θηλ.ουσ)
bisticciare (ρ.αμτβ.)
bisticciarsi (ρ. μ. αμτβ.)
bisticcio (ουσ αρσ )
bistrattare (ρ. μτβ.)
bistro (ουσ αρσ )
bisturi (ουσ αρσ )
bisunto (επίθ.)
bit (ουσ αρσ )
bitorzolo (ουσ αρσ )
bitorzoluto (επίθ.)
bitta (θηλ.ουσ)
bitumare (ρ. μτβ.)
bitumatrice (θηλ.ουσ)
bitumatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---