Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbistìccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bisˈtitʧo] 1 καβγάς 2 τσακωμός 3 καβγάς 4 καλαμπούρι 5 φιλονικία 6 διένεξη 7 λογοπαίγνιο 8 διαμάχη 9 διαπληκτισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |