Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bitùme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [biˈtume]

άσφαλτος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bitumatura bituminare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bitorzoluto (επίθ.)
bitta (θηλ.ουσ)
bitumare (ρ. μτβ.)
bitumatrice (θηλ.ουσ)
bitumatura (θηλ.ουσ)
bitume (ουσ αρσ )
bituminare (ρ. μτβ.)
bituminoso (επίθ.)
bivaccare (ρ.αμτβ.)
bivacco (ουσ αρσ )
bivalente (επίθ.)
bivalenza (θηλ.ουσ)
bivalve (αρσ. επίθ και ουσ)
bivio (ουσ αρσ )
bizantineggiante (επίθ.)
bizantineggiare (ρ.αμτβ.)
bizantinismo (ουσ αρσ )
bizantinista (ουσ αρσ και θηλ.)
bizantino (ουσ αρσ )
bizantino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---