Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbivaccàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [bivakˈkare] 1 καταυλίζομαι 2 κατασκηνώνω 3 στρατοπεδεύω 4 κοιμάμαι στην ύπαιθρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |