Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bivàlve  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,biˈvalve]

αποτελούμενος από δύο μέρη ή θύρες ή θυρόφυλλα ή με δύο βαλβίδες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bivalenza bivio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bituminoso (επίθ.)
bivaccare (ρ.αμτβ.)
bivacco (ουσ αρσ )
bivalente (επίθ.)
bivalenza (θηλ.ουσ)
bivalve (αρσ. επίθ και ουσ)
bivio (ουσ αρσ )
bizantineggiante (επίθ.)
bizantineggiare (ρ.αμτβ.)
bizantinismo (ουσ αρσ )
bizantinista (ουσ αρσ και θηλ.)
bizantino (ουσ αρσ )
bizantino (επίθ.)
bizza (θηλ.ουσ)
bizzarria (θηλ.ουσ)
bizzarro (επίθ.)
bizzocco (ουσ αρσ )
bizzoso (επίθ.)
blabla, blablà (ονοματ.)
blablablà (ονοματ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---