Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbivàlve
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [,biˈvalve] αποτελούμενος από δύο μέρη ή θύρες ή θυρόφυλλα ή με δύο βαλβίδες permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |