Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bivàcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [biˈvakko]

1 κατασκήνωση
2 καταυλισμός
3 κατασκηνωτής
4 προσωρινή κατασκήνωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bivaccare bivalente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bitumatura (θηλ.ουσ)
bitume (ουσ αρσ )
bituminare (ρ. μτβ.)
bituminoso (επίθ.)
bivaccare (ρ.αμτβ.)
bivacco (ουσ αρσ )
bivalente (επίθ.)
bivalenza (θηλ.ουσ)
bivalve (αρσ. επίθ και ουσ)
bivio (ουσ αρσ )
bizantineggiante (επίθ.)
bizantineggiare (ρ.αμτβ.)
bizantinismo (ουσ αρσ )
bizantinista (ουσ αρσ και θηλ.)
bizantino (ουσ αρσ )
bizantino (επίθ.)
bizza (θηλ.ουσ)
bizzarria (θηλ.ουσ)
bizzarro (επίθ.)
bizzocco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---