Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bizzàrro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [bidˈdzarro]

1 ασυνήθιστος
2 παράταιρος
3 παράδοξος
4 περίεργος
5 ζωηρός
6 πεταχτός
7 ξενοφανής
8 κεφάτος
9 δύστροπος
10 ιδιόρρυθμος
11 ιδιότροπος
12 εκκεντρικός
13 αλλόκοτος
14 ασυνήθιστος
15 ανοικονόμητος
16 ιδιόμορφος
17 παράξενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bizzarria bizzocco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bizantinista (ουσ αρσ και θηλ.)
bizantino (ουσ αρσ )
bizantino (επίθ.)
bizza (θηλ.ουσ)
bizzarria (θηλ.ουσ)
bizzarro (επίθ.)
bizzocco (ουσ αρσ )
bizzoso (επίθ.)
blabla, blablà (ονοματ.)
blablablà (ονοματ.)
blandimento (ουσ αρσ )
blandire (ρ. μτβ.)
blandizia (θηλ.ουσ)
blandizie (θηλ.ουσ)
blando (επίθ.)
blasfemare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
blasfemo (ουσ αρσ )
blasfemo (επίθ.)
blasonato (ουσ αρσ )
blasonato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---