Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


blasfèmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [blasˈfɛmo]

βλάσφημος άνθρωπος

blasfèmo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [blasˈfɛmo]

βλάσφημος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  blasfemare blasonato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

blandire (ρ. μτβ.)
blandizia (θηλ.ουσ)
blandizie (θηλ.ουσ)
blando (επίθ.)
blasfemare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
blasfemo (ουσ αρσ )
blasfemo (επίθ.)
blasonato (ουσ αρσ )
blasonato (επίθ.)
blasone (ουσ αρσ )
blasonista (ουσ αρσ και θηλ.)
blastema (ουσ αρσ )
blastema (θηλ.ουσ)
blastocele (ουσ αρσ )
blastoderma (ουσ αρσ )
blastogenesi (θηλ.ουσ)
blastoma (ουσ αρσ )
blastomero (ουσ αρσ )
blateramento (ουσ αρσ )
blaterare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---