Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόblastocèle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [blastoˈʧɛle] 1 κοιλότητα του βλαστιδίου 2 κοιλότητα της βλαστοκύστης 3 βλαστική κοιλότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |