Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόblèso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈblɛzo] 1 βραδύγλωσσος άνθρωπος 2 ψευδός άνθρωπος blèso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈblɛzo] 1 βραδύγλωσσος 2 τσεβδός 3 ψευδός 4 τραυλός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |