ItalianoGreco


blocchétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [blokˈketto]

1 μικρή πλάκα λιθόστρωσης
2 δείγμα
3 δέσμη
4 συλλογή
5 τεφτέρι
6 μπλοκ
7 εμπόδιο
8 σημειωματάριο
9 κύβος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---