Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόblòcco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈblɔkko] το μπλόκο, ο αποκλεισμός permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαposto [αρσ.] di blocco = το μπλόκο στο δρόμο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |