Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


blòcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈblɔkko]

το μπλόκο, ο αποκλεισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  blocchetto blu  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


posto [αρσ.] di blocco = το μπλόκο στο δρόμο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bloccaggio (ουσ αρσ )
bloccare (ρ. μτβ.)
bloccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
bloccasterzo (ουσ αρσ )
blocchetto (ουσ αρσ )
blocco (ουσ αρσ )
blu (ουσ αρσ )
blu (επίθ.)
bluastro (επίθ.)
blue–jeans (ουσ αρσ πληθ.)
bluff (ουσ αρσ )
bluffare (ρ.αμτβ.)
bluffatore (ουσ αρσ )
blusa (θηλ.ουσ)
blusotto (ουσ αρσ )
boa (ουσ αρσ )
boa (θηλ.ουσ)
boario (επίθ.)
boaro (ουσ αρσ )
boato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---