Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbloccàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [blokˈkare] μπλοκάρω, αποκλείω bloccàrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [blokˈkarsi] (meccanismo) μπλοκάρω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαrimanere bloccato (traffico) = είμαι μπλοκαρισμένος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |