Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


blindàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [blinˈdato]

θωρακισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  blindare blindatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

blesità (θηλ.ουσ)
bleso (ουσ αρσ )
bleso (επίθ.)
blindaggio (ουσ αρσ )
blindare (ρ. μτβ.)
blindato (αρσ. επίθ και ουσ)
blindatura (θηλ.ουσ)
bloccaggio (ουσ αρσ )
bloccare (ρ. μτβ.)
bloccarsi (ρ. μ. αμτβ.)
bloccasterzo (ουσ αρσ )
blocchetto (ουσ αρσ )
blocco (ουσ αρσ )
blu (ουσ αρσ )
blu (επίθ.)
bluastro (επίθ.)
blue–jeans (ουσ αρσ πληθ.)
bluff (ουσ αρσ )
bluffare (ρ.αμτβ.)
bluffatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---