ItalianoGreco


blesità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bleziˈta]

1 τραύλισμα
2 ψεύδισμα
3 τραυλισμός
4 τσέβδισμα
5 ψέλλισμα
6 βατταρισμός
7 βαττάρισμα
8 βραδυγλωσσία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---