Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόblenorragìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [blenorraˈʤia] 1 γονόρροια 2 βλεννόρροια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |