Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


boàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [boˈato]

1 μούγκρισμα
2 υπόκωφο βουητό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  boaro bob  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

blusotto (ουσ αρσ )
boa (ουσ αρσ )
boa (θηλ.ουσ)
boario (επίθ.)
boaro (ουσ αρσ )
boato (ουσ αρσ )
bob (ουσ αρσ )
bobbia (θηλ.ουσ)
bobbista (ουσ αρσ και θηλ.)
bobina (θηλ.ουσ)
bobinare (ρ. μτβ.)
bobinatore (ουσ αρσ )
bobinatrice (θηλ.ουσ)
bobinatura (θηλ.ουσ)
bobista (ουσ αρσ και θηλ.)
bocca (θηλ.ουσ)
boccaccia (θηλ.ουσ)
boccaglio (ουσ αρσ )
boccale (ουσ αρσ )
boccale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---