Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bobìna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [boˈbina]

1 πηνίο
2 κουβαρίστρα
3 μπομπίνα
4 καρούλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bobbista bobinare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

boaro (ουσ αρσ )
boato (ουσ αρσ )
bob (ουσ αρσ )
bobbia (θηλ.ουσ)
bobbista (ουσ αρσ και θηλ.)
bobina (θηλ.ουσ)
bobinare (ρ. μτβ.)
bobinatore (ουσ αρσ )
bobinatrice (θηλ.ουσ)
bobinatura (θηλ.ουσ)
bobista (ουσ αρσ και θηλ.)
bocca (θηλ.ουσ)
boccaccia (θηλ.ουσ)
boccaglio (ουσ αρσ )
boccale (ουσ αρσ )
boccale (επίθ.)
boccaporto (ουσ αρσ )
boccascena (ουσ αρσ )
boccata (θηλ.ουσ)
boccetta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---