Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


boccàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bokˈkale]

1 ποσότητα μιας κανάτας
2 ποσότητα μιας στάμνας
3 κανάτα
4 στάμνα

boccàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [bokˈkale]

στοματικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  boccaglio boccaporto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bobinatura (θηλ.ουσ)
bobista (ουσ αρσ και θηλ.)
bocca (θηλ.ουσ)
boccaccia (θηλ.ουσ)
boccaglio (ουσ αρσ )
boccale (ουσ αρσ )
boccale (επίθ.)
boccaporto (ουσ αρσ )
boccascena (ουσ αρσ )
boccata (θηλ.ουσ)
boccetta (θηλ.ουσ)
boccheggiamento (ουσ αρσ )
boccheggiante (επίθ.)
boccheggiare (ρ.αμτβ.)
bocchetta (θηλ.ουσ)
bocchino (ουσ αρσ )
boccia (θηλ.ουσ)
bocciare (ρ. μτβ.)
bocciato (αρσ. επίθ και ουσ)
bocciatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---