Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόboccheggiànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [bokkedˈʤante] 1 που είναι στα τελευταία του 2 αγγελοκρουσμένος 3 λαχανιασμένος 4 που ψυχομαχά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |