Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bóccolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbokkolo]

1 μπούκλα
2 φράντζα
3 βόστρυχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  boccola bocconcino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bocciatura (θηλ.ουσ)
boccio (ουσ αρσ )
bocciofilo (αρσ. επίθ και ουσ)
bocciolo (ουσ αρσ )
boccola (θηλ.ουσ)
boccolo (ουσ αρσ )
bocconcino (ουσ αρσ )
boccone (ουσ αρσ )
bocconi (επίρ.)
bodoniano (επίθ.)
boero (αρσ. επίθ και ουσ)
bofonchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
boh (επιφ.)
boheme (θηλ.ουσ)
boia (αρσ. επίθ και ουσ)
boiardo (ουσ αρσ )
boiata (θηλ.ουσ)
boicottaggio (ουσ αρσ )
boicottare (ρ. μτβ.)
boicottatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---