Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόboèro
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [boˈɛro] 1 κεράσια με σοκολάτα 2 μποέρ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |