Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόboiàrdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [boˈjardo] 1 μπογιάρος 2 ευγενής 3 ευπατρίδης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |