Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


boicottatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [bojkottaˈtore]

αυτός που μποὶκοτάρει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  boicottare boiler  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

boia (αρσ. επίθ και ουσ)
boiardo (ουσ αρσ )
boiata (θηλ.ουσ)
boicottaggio (ουσ αρσ )
boicottare (ρ. μτβ.)
boicottatore (αρσ. επίθ και ουσ)
boiler (ουσ αρσ )
boiserie (θηλ.ουσ)
boîte (θηλ.ουσ)
bolero (ουσ αρσ )
boleto (ουσ αρσ )
bolgia (θηλ.ουσ)
bolide (ουσ αρσ )
bolina (θηλ.ουσ)
bolinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bolla (θηλ.ουσ)
bollare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bollatura (θηλ.ουσ)
bollente (επίθ.)
bolletta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---