Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bolèro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [boˈlɛro]

1 μουσική σε 3/4 για μπολερό
2 χορός ισπανικός σε 3/4


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  boîte boleto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

boicottare (ρ. μτβ.)
boicottatore (αρσ. επίθ και ουσ)
boiler (ουσ αρσ )
boiserie (θηλ.ουσ)
boîte (θηλ.ουσ)
bolero (ουσ αρσ )
boleto (ουσ αρσ )
bolgia (θηλ.ουσ)
bolide (ουσ αρσ )
bolina (θηλ.ουσ)
bolinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bolla (θηλ.ουσ)
bollare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bollatura (θηλ.ουσ)
bollente (επίθ.)
bolletta (θηλ.ουσ)
bollettario (ουσ αρσ )
bollettino (ουσ αρσ )
bollilatte (ουσ αρσ )
bollimento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---