Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bollettàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bolletˈtarjo]

1 βιβλιαράκι δελτίων αποδείξεων
2 μπλοκ διπλοτύπων αποδείξεων
3 καρνέ επιταγών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bolletta bollettino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bolla (θηλ.ουσ)
bollare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bollatura (θηλ.ουσ)
bollente (επίθ.)
bolletta (θηλ.ουσ)
bollettario (ουσ αρσ )
bollettino (ουσ αρσ )
bollilatte (ουσ αρσ )
bollimento (ουσ αρσ )
bollino (ουσ αρσ )
bollire (ρ. μτβ.)
bollita (θηλ.ουσ)
bollito (ουσ αρσ )
bollito (επίθ.)
bollitore (ουσ αρσ )
bollitura (θηλ.ουσ)
bollo (ουσ αρσ )
bollore (ουσ αρσ )
bolloso (επίθ.)
bolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---