Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bollìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bolˈlino]

1 κουπόνι
2 κουπόνι δώρου σε πελάτη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bollimento bollire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bolletta (θηλ.ουσ)
bollettario (ουσ αρσ )
bollettino (ουσ αρσ )
bollilatte (ουσ αρσ )
bollimento (ουσ αρσ )
bollino (ουσ αρσ )
bollire (ρ. μτβ.)
bollita (θηλ.ουσ)
bollito (ουσ αρσ )
bollito (επίθ.)
bollitore (ουσ αρσ )
bollitura (θηλ.ουσ)
bollo (ουσ αρσ )
bollore (ουσ αρσ )
bolloso (επίθ.)
bolo (ουσ αρσ )
bologna (θηλ.ουσ)
bolsaggine (θηλ.ουσ)
bolscevico (αρσ. επίθ και ουσ)
bolscevismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---