Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbollóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bolˈlore] 1 υπερβολική ζέστη 2 ζέση 3 πάθος 4 καύσωνας 5 βράσιμο 6 βρασμός 7 κόχλασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |