Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bóllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbollo]

1 σφραγίδα
2 σήμα καταβολής εισφοράς τελών αυτοκινήτου
3 στάμπα
4 γραμματόσημο
5 ένσημο
6 βούλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bollitura bollore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


marca [θηλ.] da bollo = το ένσημο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bollita (θηλ.ουσ)
bollito (ουσ αρσ )
bollito (επίθ.)
bollitore (ουσ αρσ )
bollitura (θηλ.ουσ)
bollo (ουσ αρσ )
bollore (ουσ αρσ )
bolloso (επίθ.)
bolo (ουσ αρσ )
bologna (θηλ.ουσ)
bolsaggine (θηλ.ουσ)
bolscevico (αρσ. επίθ και ουσ)
bolscevismo (ουσ αρσ )
bolscevizzare (ρ. μτβ.)
bolscevizzazione (θηλ.ουσ)
bolso (επίθ.)
bolzone (ουσ αρσ )
bomba (θηλ.ουσ)
bombaggio (ουσ αρσ )
bombarda (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---