ItalianoGreco


bóllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbollo]

1 σφραγίδα
2 σήμα καταβολής εισφοράς τελών αυτοκινήτου
3 στάμπα
4 γραμματόσημο
5 ένσημο
6 βούλα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


marca [θηλ.] da bollo = το ένσημο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---