Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbolzóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bolˈtsone] 1 βέλος (με τετράγωνο κεφάλι) 2 τετράγωνη οβίδα ή βέλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |