Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bómba  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbomba]

η βόμβα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bolzone bombaggio  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


bomba [θηλ.] a mano = η χειροβομβίδα || bomba [θηλ.] ad orologeria = η ωρολογιακή βόμβα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bolscevismo (ουσ αρσ )
bolscevizzare (ρ. μτβ.)
bolscevizzazione (θηλ.ουσ)
bolso (επίθ.)
bolzone (ουσ αρσ )
bomba (θηλ.ουσ)
bombaggio (ουσ αρσ )
bombarda (θηλ.ουσ)
bombardamento (ουσ αρσ )
bombardare (ρ. μτβ.)
bombardiere (ουσ αρσ )
bombardino (ουσ αρσ )
bombardone (ουσ αρσ )
bombare (ρ. μτβ.)
bombatura (θηλ.ουσ)
bombé (επίθ.)
bombetta (θηλ.ουσ)
bombice (ουσ αρσ )
bombo (ουσ αρσ )
bombola (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---