Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bolscevìco, bolscèvico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [bolʃeˈviko], [bolˈʃɛviko]

μπολσεβίκος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bolsaggine bolscevismo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bollore (ουσ αρσ )
bolloso (επίθ.)
bolo (ουσ αρσ )
bologna (θηλ.ουσ)
bolsaggine (θηλ.ουσ)
bolscevico (αρσ. επίθ και ουσ)
bolscevismo (ουσ αρσ )
bolscevizzare (ρ. μτβ.)
bolscevizzazione (θηλ.ουσ)
bolso (επίθ.)
bolzone (ουσ αρσ )
bomba (θηλ.ουσ)
bombaggio (ουσ αρσ )
bombarda (θηλ.ουσ)
bombardamento (ουσ αρσ )
bombardare (ρ. μτβ.)
bombardiere (ουσ αρσ )
bombardino (ουσ αρσ )
bombardone (ουσ αρσ )
bombare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---