Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbɔlo]

1 χάπι
2 καταπότι
3 βόλος τροφής μασημένης
4 μεγάλο χάπι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bolloso bologna  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bollitore (ουσ αρσ )
bollitura (θηλ.ουσ)
bollo (ουσ αρσ )
bollore (ουσ αρσ )
bolloso (επίθ.)
bolo (ουσ αρσ )
bologna (θηλ.ουσ)
bolsaggine (θηλ.ουσ)
bolscevico (αρσ. επίθ και ουσ)
bolscevismo (ουσ αρσ )
bolscevizzare (ρ. μτβ.)
bolscevizzazione (θηλ.ουσ)
bolso (επίθ.)
bolzone (ουσ αρσ )
bomba (θηλ.ουσ)
bombaggio (ουσ αρσ )
bombarda (θηλ.ουσ)
bombardamento (ουσ αρσ )
bombardare (ρ. μτβ.)
bombardiere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---