Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈbɔlo] 1 χάπι 2 καταπότι 3 βόλος τροφής μασημένης 4 μεγάλο χάπι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |