Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbollóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [bolˈloso], [bolˈlozo] 1 καψαλισμένος 2 ζεματισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |