Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bollìto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bolˈlito]

βραστό

bollìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [bolˈlito]

βραστός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bollita bollitore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bollilatte (ουσ αρσ )
bollimento (ουσ αρσ )
bollino (ουσ αρσ )
bollire (ρ. μτβ.)
bollita (θηλ.ουσ)
bollito (ουσ αρσ )
bollito (επίθ.)
bollitore (ουσ αρσ )
bollitura (θηλ.ουσ)
bollo (ουσ αρσ )
bollore (ουσ αρσ )
bolloso (επίθ.)
bolo (ουσ αρσ )
bologna (θηλ.ουσ)
bolsaggine (θηλ.ουσ)
bolscevico (αρσ. επίθ και ουσ)
bolscevismo (ουσ αρσ )
bolscevizzare (ρ. μτβ.)
bolscevizzazione (θηλ.ουσ)
bolso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---