Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόboicottàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bojkotˈtadʤo] 1 μποὶκοτάρισμα 2 εμπάργκο 3 αποκλεισμός εμπορικός 4 διαδικασία μποὶκοτάζ 5 μποὶκοτάζ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |