Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbocconcìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bokkonˈʧino] 1 μπουκιά και συχώριο 2 μεζές 3 ωραίο κομματάκι 4 ευχάριστο τμήμα (πχ νέων) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |